- χαλκίτιδα
- η / χαλκῑτις, -ίτιδος, ΝΑ, γεν. και -ίτεως Αορυκτή στυπτηρίανεοελλ.(ενν. γη) μετάλλευμα χαλκούαρχ.1. ως επίθ. αυτή που περιέχει χαλκό2. χρυσάνθεμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -ῖτις / -ίτιδα (πρβλ. ὀνυχ-ῖτις)].
Dictionary of Greek. 2013.